- συνβετρανός
- ὁ Αο εξίσου εμπειροπόλεμος, παλαιός πολεμιστής.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. conveteranus «συναπόμαχος», με απόδοση τού α' συνθετικού con- με το αντίστοιχο συν-* και μεταφορά τού τ. veteranus (βλ. λ. βετεράνος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.